σαφρακιάζω

σαφρακιάζω
1. αμετ. сморщиваться (о коже рук, ног от долгого пребывания в воде);
2. μετ. сморщивать, делать морщинистым (о воде)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σαφρακιάζω" в других словарях:

  • σαφρακιάζω — Ν 1. (αμτβ.) (ιδίως για χέρια και πόδια) ζαρώνω λόγω πολύωρης παραμονής μέσα στο νερό 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ζαρώσει αφήνοντάς το για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουφρακιάζω (< σούφρα) με οπισθοχωρητική αφομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • σαφράκιασμα — το, Ν [σαφρακιάζω] το ζάρωμα που προκαλείται στο δέρμα λόγω πολύωρης παραμονής μέσα στο νερό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»